- μέσιος
- μέσιος, -ία, -ον (Μ) [μέσος]ο μεσαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσαίτατος — μεσαίτατος, άτη, ον (ΑM, Μ και μέσιος, ία, ον) υπερθ. τού μέσος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον το μέσο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. υπερθ. τατος (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek
Δέκιος — (Decius). Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Πόπλιος Δ. Μυς (Publius Decius Mus, 4ος αι. π.Χ.). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Λατίνων και των Σαμνιτών το 343 π.Χ. και έσωσε τον στρατό του ύπατου Αρβίνα, που είχε κυκλωθεί… … Dictionary of Greek